- στρατηλάτις
- στρᾰτηλ-άτις, ιδος, ἡ, fem. of στρατηλάτης, voc. -άτι, addressed to the Moon, PMag.Par.1.2275.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρατηλάτις — ιδος, ἡ, Α βλ. στρατηλάτης … Dictionary of Greek
στρατηλάτης — ο, ΝΜΑ, και θηλ. στρατηλάτις, ιδος, Α ηγέτης στρατού, στρατηγός, ανώτατος διοικητής στρατού νεοελλ. 1. διοικητής στρατού σε νικηφόρο πόλεμο 2. στρατηγός με πολλές νίκες στο ενεργητικό του («ὁ Μέγας Αλέξανδρος υπήρξε μεγάλος στρατηλάτης») αρχ. 1.… … Dictionary of Greek